ἀορταί

ἀορταί
ἀορτή
arteries
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀόρται — ἀόρτης masc nom/voc pl ἀόρτᾱͅ , ἀόρτης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αορτή — Μεγάλο αγγειακό στέλεχος που ξεκινά από την αριστερή κοιλία της καρδιάς, και αφού κάνει μια απόκλιση προς τα πάνω (ανιούσα α.), διαγράφει τόξο (αορτικό τόξο), και κατευθύνεται προς τα κάτω (κατιούσα α.) και καταλήγει στο ύψος του τέταρτου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”